- λιπερνώ
- λιπερνῶ και λιφερνῶ, -έω (Α) [λιπερνής]1. (κατά το λεξ. Σούδα) είμαι φτωχός, πενιχρός2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντεςἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιφερνώ — λιφερνῶ, έω (Α) 1. λιπερνώ*, είμαι ισχνός, αδύνατος, λεπτοκαμωμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λιπερνής] … Dictionary of Greek